χορτοπιεστήριο

χορτοπιεστήριο
το, Ν
γεωργικό μηχάνημα με το οποίο συμπιέζονται και δεματοποιούνται τα χόρτα που προορίζονται για ζωοτροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”